σπειροῦχος

σπειροῦχος
σπειροῦχος, ον, ([etym.] ἔχω)
A circle-holding, ring-holding, AP6.295 (Phan.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπειρούχος — ον, Α (για τον διαβήτη) αυτός που διαγράφει σπείρες, που κινείται ελικοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”